Την απόρριψη των ισχυρισμών της Ελλάδας στο αίτημα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το πακέτο Χατζηγάκη ύψους 424 εκατ. ευρώ προτείνει στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η εισαγγελέας Εleanor Sharpston.
Άλλωστε, το αίτημα της χώρας μας έχουν ήδη απορρίψει η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας να επιστραφούν περίπου 350 εκατ. ευρώ από όσους ωφελήθηκαν τότε από τις αποζημιώσεις και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η Ελλάδα έχει ασκήσει «έφεση» στην απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι το 2008 υπήρχε κρίση στον αγροτικό τομέα της χώρας, αλλά η κυρία Sharpston το απορρίπτει.
Πιο αναλυτικά, οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέος Εleanor Sharpston στην υπόθεση C-431/14 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής για την «Aναίρεση αποφάσεως του ΓΔΕΕ - Αντισταθμιστικές ενισχύσεις που χορήγησε ο ΕΛΓΑ κατά τα έτη 2008 και 2009» αναφέρουν τα εξής:
Ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) αποτελεί οργανισμό κοινής ωφελείας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1988 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Ο ΕΛΓΑ έχει ιδίως ως σκοπό την ασφάλιση της φυτικής και ζωικής παραγωγής και του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε φυσικούς κινδύνους.
Το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι ο ΕΛΓΑ επρόκειτο να καταβάλει αντισταθμιστικές πληρωμές ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων παραγωγών γεωργικών προϊόντων, λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί κατά το έτος 2008 εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Για τις πληρωμές αυτές ο ΕΛΓΑ είχε συνάψει δάνειο ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και δεύτερο δάνειο ύψους 444 εκατομμυρίων ευρώ, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, και το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί εντός δεκαετίας.
Το 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/157/ΕΕ με την οποία διαπίστωσε ότι οι αποζημιώσεις ενδέχονταν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο παρέχοντας επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους έλληνες παραγωγούς σε σχέση με άλλους παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι δεν τυγχάνουν της ιδίας στηρίξεως.
Συγκεκριμένα:
α) Αφενός, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν το 2008 (349 493 652,03 ευρώ) για την αντιστάθμιση ζημιών στη φυτική παραγωγή, καθώς και για απώλειες στη φυτική παραγωγή που προξένησε η αρκούδα ύψους 91 500 ευρώ ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Αφετέρου, οι ενισχύσεις που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο ποσό των αντισταθμιστικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν το 2008 στο πλαίσιο του συστήματος ειδικής υποχρεωτικής ασφάλισης ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
β) Οι ενισχύσεις (27 614 905 ευρώ) που χορηγήθηκαν το 2009 ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Οι ενισχύσεις (387 404 547 ευρώ), που χορηγήθηκαν πριν την 28η Οκτωβρίου 2009, ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
Η Επιτροπή διέταξε την Ελλάδα να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση, από τους δικαιούχους, των ασύμβατων ενισχύσεων συμπεριλαμβάνοντας τους τόκους από την ημερομηνία διάθεσης στον κάθε δικαιούχο μέχρι τον χρόνο της πραγματικής ανάκτησης.
Στις 8 Φεβρουαρίου 2012, η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο (υπόθεση Τ-52/14) την ακύρωση της αποφάσεως και με χωριστό δικόγραφο κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κρίνοντας ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις: η αίτηση ήταν εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη από πραγματικής και νομικής απόψεως (fumus boni juris) και είχε τον χαρακτήρα του επείγοντος.[1]
Ωστόσο, στις 16 Ιουλίου 2014 εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Τ-52/14: το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλα τα επιχειρήματα που είχε επικαλεστεί η Ελλάδα και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2014, η Ελλάδα ζήτησε από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής (C-431/14). Προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως; ανεπαρκή αιτιολογία, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ΣΛΕΕ[2].
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υποστηρίζει (τρίτος λόγος αναιρέσεως) ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι πληρωμές του 2009 ήταν αδύνατο να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά επειδή, κατά την εκτίμησή του, η προβλεπόμενη από την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2009 σχετικά με τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΠΚΠ) [3] χαλάρωση των ρυθμίσεων για τις κρατικές ενισχύσεις δεν ίσχυε για τις επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή. Κατά την Ελλάδα, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να έχει λάβει υπόψη, ως προς το ζήτημα αυτό, τις ειδικές περιστάσεις της κρίσης.
Με τις σημερινές της προτάσεις η γενική εισαγγελέας περιορίζεται μόνο στην εξέταση της νομικής διάστασης της υπόθεσης (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως) καθώς κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να κρίνει τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Θεωρεί ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να αποκλίνει από το ΠΚΠ, διότι άλλως θα μπορούσε να της καταλογιστεί παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως της ίσης μεταχείρισης ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει την αναίρεση ως προδήλως αβάσιμη
πηγη
Άλλωστε, το αίτημα της χώρας μας έχουν ήδη απορρίψει η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας να επιστραφούν περίπου 350 εκατ. ευρώ από όσους ωφελήθηκαν τότε από τις αποζημιώσεις και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η Ελλάδα έχει ασκήσει «έφεση» στην απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι το 2008 υπήρχε κρίση στον αγροτικό τομέα της χώρας, αλλά η κυρία Sharpston το απορρίπτει.
Πιο αναλυτικά, οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέος Εleanor Sharpston στην υπόθεση C-431/14 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής για την «Aναίρεση αποφάσεως του ΓΔΕΕ - Αντισταθμιστικές ενισχύσεις που χορήγησε ο ΕΛΓΑ κατά τα έτη 2008 και 2009» αναφέρουν τα εξής:
Ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) αποτελεί οργανισμό κοινής ωφελείας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1988 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Ο ΕΛΓΑ έχει ιδίως ως σκοπό την ασφάλιση της φυτικής και ζωικής παραγωγής και του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε φυσικούς κινδύνους.
Το 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι ο ΕΛΓΑ επρόκειτο να καταβάλει αντισταθμιστικές πληρωμές ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων παραγωγών γεωργικών προϊόντων, λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί κατά το έτος 2008 εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Για τις πληρωμές αυτές ο ΕΛΓΑ είχε συνάψει δάνειο ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και δεύτερο δάνειο ύψους 444 εκατομμυρίων ευρώ, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, και το οποίο πρέπει να αποπληρωθεί εντός δεκαετίας.
Το 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/157/ΕΕ με την οποία διαπίστωσε ότι οι αποζημιώσεις ενδέχονταν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο παρέχοντας επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους έλληνες παραγωγούς σε σχέση με άλλους παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι δεν τυγχάνουν της ιδίας στηρίξεως.
Συγκεκριμένα:
α) Αφενός, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν το 2008 (349 493 652,03 ευρώ) για την αντιστάθμιση ζημιών στη φυτική παραγωγή, καθώς και για απώλειες στη φυτική παραγωγή που προξένησε η αρκούδα ύψους 91 500 ευρώ ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Αφετέρου, οι ενισχύσεις που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο ποσό των αντισταθμιστικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν το 2008 στο πλαίσιο του συστήματος ειδικής υποχρεωτικής ασφάλισης ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
β) Οι ενισχύσεις (27 614 905 ευρώ) που χορηγήθηκαν το 2009 ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Οι ενισχύσεις (387 404 547 ευρώ), που χορηγήθηκαν πριν την 28η Οκτωβρίου 2009, ήταν ασύμβατες με την εσωτερική αγορά.
Η Επιτροπή διέταξε την Ελλάδα να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση, από τους δικαιούχους, των ασύμβατων ενισχύσεων συμπεριλαμβάνοντας τους τόκους από την ημερομηνία διάθεσης στον κάθε δικαιούχο μέχρι τον χρόνο της πραγματικής ανάκτησης.
Στις 8 Φεβρουαρίου 2012, η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο (υπόθεση Τ-52/14) την ακύρωση της αποφάσεως και με χωριστό δικόγραφο κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κρίνοντας ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις: η αίτηση ήταν εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη από πραγματικής και νομικής απόψεως (fumus boni juris) και είχε τον χαρακτήρα του επείγοντος.[1]
Ωστόσο, στις 16 Ιουλίου 2014 εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Τ-52/14: το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλα τα επιχειρήματα που είχε επικαλεστεί η Ελλάδα και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2014, η Ελλάδα ζήτησε από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής (C-431/14). Προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως; ανεπαρκή αιτιολογία, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ΣΛΕΕ[2].
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υποστηρίζει (τρίτος λόγος αναιρέσεως) ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι πληρωμές του 2009 ήταν αδύνατο να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά επειδή, κατά την εκτίμησή του, η προβλεπόμενη από την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2009 σχετικά με τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΠΚΠ) [3] χαλάρωση των ρυθμίσεων για τις κρατικές ενισχύσεις δεν ίσχυε για τις επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή. Κατά την Ελλάδα, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να έχει λάβει υπόψη, ως προς το ζήτημα αυτό, τις ειδικές περιστάσεις της κρίσης.
Με τις σημερινές της προτάσεις η γενική εισαγγελέας περιορίζεται μόνο στην εξέταση της νομικής διάστασης της υπόθεσης (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως) καθώς κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να κρίνει τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Θεωρεί ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να αποκλίνει από το ΠΚΠ, διότι άλλως θα μπορούσε να της καταλογιστεί παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου, όπως της ίσης μεταχείρισης ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Προτείνει στο Δικαστήριο να απορρίψει την αναίρεση ως προδήλως αβάσιμη
πηγη